πολικότητα

πολικότητα
I
Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν άξονα π. Η καθιέρωση του άξονα αυτού είναι γεγονός που επηρεάζει άμεσα όλη την παραπέρα ανάπτυξη του κυττάρου ή του οργάνου. Π. σε ένα κύτταρο μπορεί να προϋπάρχει (από τον σχηματισμό του) αλλά μπορεί και να προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες. Έτσι, είναι δυνατό η επίδραση φωτός να έχει ως αποτέλεσμα την καθιέρωση σε ένα κύτταρο άξονα π. Ενδοκυτταρική πολικότητα δημιουργείται, εκτός από την επίδραση φωτός, από τη βαρύτητα ή τη διαβάθμιση άλλου εξωτερικού παράγοντα ή από τη συγκέντρωση κάποιας ουσίας (π.χ. ορμόνης). Σε ένα κύτταρο ύπαρξη π. σημαίνει ότι το κυτόπλασμα δεν έχει, σε όλη του την έκταση, τις ίδιες ιδιότητες. Η μεταβολή των ιδιοτήτων αυτών είναι βαθμιαία από τον ένα πόλο στον άλλο και πρέπει να συνδέεται με τη διαφορετική κατανομή (διαβάθμιση συγκέντρωσης) ορισμένων ουσιών.
II
Έστω μια κωνική τομή Κ (λ.χ. ένας κύκλος. Βλ. σχήμα). Το πλήθος των εφαπτομένων της Κ από ένα σημείο του επιπέδου της είναι: 0 ή 1 ή 2. Έστω ένα σημείο Ρ του επιπέδου της Κ, από το οποίο άγονται δύο εφαπτόμενες της Κ· λέμε τότε ότι: η ευθεία, έστω, ρ, των σημείων επαφής με την Κ αυτών των εφαπτόμενων είναι: η πολική του σημείου Ρ ως προς την κωνική τομή Κ. Αν το σημείο Ρ ανήκει στην Κ, τότε η (μοναδική) εφαπτόμενη, έστω ρ, της Κ, στο Ρ ονομάζεται, επίσης, η πολική του Ρ ως προς την Κ. Το Ρ ονομάζεται ο πόλος της ευθείας ρ. Αν από το Ρ δεν άγωνται εφαπτόμενες της Κ, τότε θεωρούμε τυχούσα ευθεία, έστω ε, του επιπέδου της Κ από το P. H ε τέμνει την Κ σε δύο σημεία· αν οι εφαπτόμενες σε αυτά της Κ τέμνονται σε ένα σημείο, έστω Ε, τότε το σημείο αυτό είναι ο πόλος της ε. Αποδείχνεται ότι, αν η ε στρέφεται γύρω από το Ρ, τότε ο πόλος της Ε διαγράφει μιαν ευθεία· αυτή ονομάζεται: η πολική του Ρ ως προς την κωνική τομή Κ. Υπάρχει περίπτωση, που για ένα ορισμένο σημείο του επιπέδου της κωνικής Κ δεν ορίζεται πολική του: π.χ. αν η Κ είναι κύκλος, τότε το κέντρο του δεν έχει πολική (γιατί για καμιά του διάμετρο δεν ορίζεται πόλος της). Αν το επίπεδο της Κ. ονομαστεί Π και με Π συμβολιστεί το ίδιο το Π, νοούμενο ως το σύνολο των ευθειών του, τότε ορίζεται μια, ένα με ένα, αντιστοιχία από το Π στο Π κατά την οποία σε κάθε σημείο του Π, που έχει πολική ως προς την Κ, αντιστοιχεί η πολική του. Στην προβολική γεωμετρία, η προηγούμενη αντιστοιχία είναι, ένα με ένα, του Π στο Π (κάθε σημείο έχει μια πολική και κάθε ευθεία έχει ένα πόλο· π.χ. στην περίπτωση, που η Κ είναι κύκλος, το κέντρο του έχει για πολική του την «κατ’ εκδοχήν» ευθεία του επιπέδου). Αυτή η αντιστοιχία ονομάζεται στη γλώσσα των μαθηματικών πολικότητα.
Με ανάλογο τρόπο ορίζεται η π. στο χώρο· εδώ η π. είναι αντιστοιχία σημείων με επίπεδα (αντί με ευθείες) και ορίζεται με τη βοήθεια μιας επιφάνειας δεύτερου βαθμού.
* * *
η, Ν
φυσ.
1. (στον ηλεκτρισμό και στην ηλεκτροτεχνία) ιδιότητα που επιτρέπει τη διάκριση τών πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής
2. (στον μαγνητισμό και στον ηλεκτρομαγνητισμό) η ιδιότητα ενός μαγνήτη, ηλεκτρομαγνήτη ή μαγνητισμένου σώματος να προσανατολίζεται σύμφωνα με μια καθορισμένη διεύθυνση στο εσωτερικό ενός μαγνητικού πεδίου
3. φρ. «εποχή πολικοτητας» — περίοδος τής ίδιας επικρατούσας μαγνητικής πολικότητας η οποία αναγνωρίζεται σε μία ακολουθία πετρωμάτων προοδευτικά αυξανόμενης γεωλογικής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολικός. Η λ., στον λόγιο τ. πολικότης (τού φωτός), μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολικότητα — η η ιδιότητα του να έχει κανείς δύο άκρα, τα οποία μοιάζουν με άκρα ενός πόλου, να είναι αντίθετα σε θέση και σε μερικά άλλα χαρακτηριστικά: Πολικότητα αγωγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ετερογαμέτωση — η ο σχηματισμός δύο διαφορετικών κατηγοριών γαμετών, άλλων με πολικότητα αρσενική και άλλων με πολικότητα θηλυκή …   Dictionary of Greek

  • Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …   Dictionary of Greek

  • ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • νευρώνας — Τα κύτταρα που συγκροτούν τον νευρικό ιστό. Το κύριο σώμα του ν., που έχει και τον πυρήνα, λέγεται περικάρυο (καρυοπυρήνας). Τα σημεία επαφής των ν. μεταξύ τους ή μεταξύ ν. και άλλων τύπων κυττάρων, λέγονται συνάψεις. Τα σημεία αυτά είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”